διορίζεται

διορίζεται
διορίζω
draw a boundary through
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • Αμπέρ, Αντρέ-Μαρί — (André Marie Ampére, Πολεμιέ ο Μον ντ’ Ορ, Λιόν 1775 Μασσαλία 1836). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός, χημικός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, Ζαν Ζακ Αμπέρ, ήταν έμπορος μεταξιού, ενώ ο ίδιος, προικισμένος με πρώιμη πνευματική ωριμότητα και …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και …   Dictionary of Greek

  • Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα — Ιδρύθηκε το 1997 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με δικό της προϋπολογισμό και γραμματεία. Αποστολή της είναι η εποπτεία της εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρόεδρός της είναι ανώτατος δικαστικός …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Τερτσέτης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1800 – Αθήνα 1874). Λόγιος, αγωνιστής της Επανάστασης, ποιητής και δικαστής. Μετά την εγκύκλια παιδεία του στη Ζάκυνθο σπούδασε νομικά στο Μιλάνο και στην Παβία (1816 20). Εκεί δέχτηκε την επίδραση όχι μόνο των μεγάλων ρομαντικών… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… …   Dictionary of Greek

  • Φαραντάτος, Σπύρος — (Αθήνα 1895 – 1962). Έλληνας πιανίστας και μουσικοπαιδαγωγός. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική τον οδήγησε, παιδί ακόμα, στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου το 1914 πήρε το δίπλωμα πιάνου με το χρυσό μετάλλιο. Το 1919 διορίζεται καθηγητής πιάνου στο ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • ALBA Longa — urbs in Latio, ab Ascanio Aeneae fil. condita. Tibull. l. 2. Eleg. 5. Albaque ab Ascanio condita Longa duce. Dicta autem Alba ab alba sue, ibidem ab aenea inventa. Propert. l. 4. Eleg. 1. Et stetit Alba potens albae suis omine dicta. Virg. Aen. l …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”